ἀντιγράφου

ἀντιγράφου
ἀντίγραφος
copied
masc/fem/neut gen sg
ἀντιγράφω
write against
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
ἀντιγράφω
write against
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • φωτοτηλεγραφία — η, Ν τεχνολ. σύστημα τηλεομοιοτυπίας κατά το οποίο η αναπαραγωγή τού ομοιότυπου αντιγράφου στον δέκτη επιτυγχάνεται με φωτογραφική μέθοδο κατάλληλη για την απόδοση αποχρώσεων, αλλ. φωτοομοιοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτοτυπία — η, Ν (γραφ. τεχν.) μέθοδος πολλαπλασιασμού αντιτύπων κατά την οποία το πρωτότυπο τού κειμένου φέρεται σε επαφή με φωτοευαίσθητο χαρτί και μαζί εκτίθενται σε κατάλληλη πηγή φωτεινής ακτινοβολίας και στη συνέχεια το φωτογραφημένο φύλλο τού… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Κηφισόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ο Ξενοφών αναφέρει πως συμμετείχε στη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. 2. Κ. ο πρεσβύτερος (5ος 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Πιθανότατα ήταν πατέρας του Πραξιτέλη. Κανένα γνήσιο έργο του δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”